- καθησυχάζει
- καθησυχάζωpres ind mp 2nd sgκαθησυχάζωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπαραμύθητος — η ο (AM δυσπαραμύθητος, ον) αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος») αρχ. αυτός που δύσκολα καθησυχάζει … Dictionary of Greek
ευανάκλητος — εὐανάκλητος, ον (Α) 1. (για ονόματα σκύλων) αυτός που εκφωνείται εύκολα 2. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος καθησυχάζει ή επαναφέρει σε ηρεμία 3. αυτός που θεραπεύεται εύκολα. επίρρ... εὐανακλήτως με ευανάκλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά κλητος… … Dictionary of Greek
ευμείλικτος — εὐμείλικτος, ον και εὐμείλιχος, ον ή εὐμειλής, ές (Ησύχ.) (ΑΜ) αυτός που καθησυχάζει, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μειλίσσω «καταπραΰνω»)] … Dictionary of Greek
καταστατικός — ή, ό (Α καταστατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση 2. φρ. «καταστατικός χάρτης» ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ») 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
κατευναστικός — ή, ό (AM κατευναστικός, ή, όν) [κατευνάζω] ο ικανός και κατάλληλος στο να κατευνάζει, να καθησυχάζει, καταπραϋντικός, κατασταλτικός («λόγια κατευναστικά») αρχ. (για λόγο ή ποίημα) επιθαλάμιος*. επίρρ... κατευναστικώς και ά καθησυχαστικά,… … Dictionary of Greek
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
ησυχαστικός — ή, ό αυτός που καθησυχάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)